- ὑποθήμων
- ὑποθήμωνsuggesting advicemasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποθήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που δίνει συμβουλές, παραινέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υποθη τού ὑποτίθημι (πρβλ. ὑποθή κη) + κατάλ. μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
ὑποθήμονα — ὑποθήμων suggesting advice masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθήμονας — ὑποθήμων suggesting advice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθημοσύνη — ἡ, ΜΑ [ὑποθήμων] συμβουλή, υποθήκη αρχ. ηθική προσταγή, δίδαγμα … Dictionary of Greek